Πριν από 11 χρόνια ο Φιλάρετος Ψημμένος είχε την τύχη να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του. Μετακόμισε από την Αθήνα στην Τσαγκαράδα κι αφού έκλεισε το κεφάλαιο της… αστικής ζωής του, ήρθε κοντά στη φύση του Πηλίου. Ασχολήθηκε με τον οικοτουρισμό και δημιούργησε έναν παραδοσιακό ξενώνα, αυτοπροσδιοριζόμενος πλέον ως ένας ξενοδόχος με γαστρονομικές ανησυχίες. Όμως, δεν σταματά εκεί. Έστησε ένα βιολογικό περιβόλι, κάνει εξορμήσεις στα δάση του Πηλίου αναζητώντας τα αγαπημένα του μανιτάρια και όχι μόνο, με τον Φιλάρετο Ψημμένο να εντρυφεί ενδελεχώς στην πλούσια γαστρονομική παράδοση του τόπου.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καρδίτσα, με καταγωγή από τον Μεσενικόλα, ένα ορεινό χωριό στη λίμνη Πλαστήρα. Ο πατέρας του διατηρούσε μπακάλικο στη θεσσαλική πόλη, ενώ ο παππούς του ήταν ιδιοκτήτης ταβέρνας. Στην Τσαγκαράδα βρέθηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του στην Αεροπορία, όταν και υπηρέτησε στη Νέα Αγχίαλο. «Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά», εξομολογήθηκε χαμογελώντας, ενώ στη συνέχεια μίλησε για τον ρόλο που έπαιξαν τα παιδικά του βιώματα στη στροφή που επέλεξε να κάνει τον Οκτώβριο του 2006 όταν έπαψε να εργάζεται ως στέλεχος μάρκετινγκ: «Ουσιαστικά μεγάλωσα μες στο μπακάλικο. Είχα εικόνες της πρώτης ύλης. Ελιές, ζάχαρη, λάδι… Εκείνη την εποχή αποφάσισα να φύγω από την Αθήνα. Στήσαμε έναν ξενώνα στην Τσαγκαράδα, με στόχο να προσφέρουμε στους φιλοξενούμενους την εμπειρία της διαμονής στο Πήλιο, αναζητώντας παράλληλα τη γαστρονομική παράδοση του βουνού των Κενταύρων».
Ο Φιλάρετος Ψημμένος έπειτα από τόσα χρόνια παραμονής στην Τσαγκαράδα, δηλώνει ενταγμένος στην τοπική κοινωνία, εξηγώντας τον λόγο: «Σαφώς και νιώθω κομμάτι του τόπου, ο οποίος είναι ευλογημένος. Όμως, την ίδια στιγμή δεν απεμπολώ και το άλλο κομμάτι. Κάπου οκτώ μήνες ζω στο χωριό και τον υπόλοιπο χρόνο τον περνάω στην Αθήνα. Είναι σημαντικό να μπορείς να έχεις επιρροές και από αλλού. Κι ένα μεγάλο πρόβλημα των απομονωμένων μερών είναι αυτό, ότι αποκόβονται από προσλαμβάνουσες. Βέβαια η Τσαγκαράδα ανέκαθεν ήταν ένα κοσμοπολίτικο μέρος. Ετούτο είναι φανερό στην κουλτούρα του τόπου. Στην αρχιτεκτονική, αλλά και γαστρονομικά».
Η αίσθηση του χιούμορ δείχνει αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα του Καρδιτσιώτη ξενοδόχου και παραγωγού, ο οποίος στο ιστολόγιο που διατηρούσε μέχρι πρότινος έγραφε ότι διαθέτει ένα επίθετο με… γαστρονομική βαρύτητα κι αυτό ήταν που τον έκανε να ασχοληθεί με την πηλιορείτικη κουζίνα παράλληλα με τον ξενώνα του στην Τσαγκαράδα. Τα κείμενα που έγραφε επί σειρά ετών πλέον θα αποτελέσουν το υλικό για το βιβλίο που σκέφτεται να εκδόσει προσεχώς: «Συγκέντρωσα τα κείμενα που δημοσίευσα παλιότερα στο προσωπικό μου blog, αλλά και στο bostanistas.gr, με σκοπό να προχωρήσω στην έκδοση ενός βιβλίου. Θα έχει τίτλο: «Οι γαστρονομικές ανησυχίες ενός ξενοδόχου». Θέλω να πω δύο-τρία πράγματα για την τοπική γαστρονομία με τα δικά μου μάτια. Πώς μεγάλωσα, τις παιδικές μου αναμνήσεις και πώς βλέπω την σημερινή πραγματικότητα. Τα κείμενα είναι της τελευταίας δεκαετίας. Έχω κάπου ένα μότο, που το βρήκα από μία παλιά συνέντευξη του Σαββόπουλου. «Παράδοση είναι να δημιουργείς. Και τις περισσότερες φορές εκ του μηδενός». Αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα». Στάθηκε, μάλιστα, στο σπεντζοφάι, το χαρακτηριστικότερο, ίσως, τοπικό έδεσμα του Πηλίου από λουκάνικα, πιπεριές και τομάτα. «Έχω μια ιστορία στο βιβλίο, που αφορά στο σπεντζοφάι», είπε ο κ. Ψημμένος και πρόσθεσε: «Άλλωστε, μιλάμε για ένα φαγητό που αποτελεί γευστικό πυλώνα της περιοχής κι ας μαγειρεύεται διαφορετικά σε κάθε σπίτι. Όμως, αυτό είναι παράδοση. Πώς μαγειρεύεις στο σπίτι σου. Κι αυτό εξαρτάται από το τι παρέλαβες από τους προηγούμενους, μέχρι τις δικές σου γευστικές δυνατότητες και ανάγκες. Όλες αυτές οι προσωπικές ιστορίες, βγάζουν μία συνισταμένη, την οποία συμπεριέλαβα στο βιβλίο».
Πάντως, η στροφή των 180 μοιρών που επιχείρησε ο Φιλάρετος Ψημμένος στα μέσα της περασμένης δεκαετίας δεν ήταν εύκολη απόφαση, με τον ίδιο να τονίζει: «Όταν μπήκαμε στα μνημόνια, δεχόμουν πάρα πολλά τηλέφωνα και προσκλήσεις για τηλεοπτικές εκπομπές. Αυτό συνέβαινε με τη λογική ότι η επιστροφή στη φύση ήταν η λύση για να βγούμε από την κρίση. Αυτό δεν ισχύει. Από κάποια φάση και μετά δεν παρουσιαζόμουν πουθενά, γιατί είχα τη αίσθηση ότι παραπληροφορούμε τον κόσμο. Δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε μία κατάσταση. Στην Ελλάδα όλα είναι μικρά και λίγα. Κανείς δεν γίνεται πλούσιος, μαζεύοντας χόρτα. Εάν μειώσεις τις απαιτήσεις και τις δαπάνες σου, μπορείς να ζήσεις καλά. Είναι πού βάζεις τον πήχη. Αν τον τοποθετείς σε ανθρώπινα επίπεδα, ζεις καλά. Αν τον ανεβάζεις ψηλά, γίνεσαι δυστυχής. Σε έναν χρόνο δεν γίνεσαι πλούσιος με τον οικοτουρισμό. Αυτό που πρέπει να πούμε στα νέα παιδιά είναι το εξής: Πρέπει να ξέρεις τι κάνεις, γιατί το κάνεις και μέχρι πού μπορείς να φτάσεις. Και η ενασχόληση με τη φύση δεν είναι τρόπος για να πλουτίζεις. Αντιθέτως κάνει τους ανθρώπους ολιγαρκείς, όπως οι παππούδες μας, οι οποίοι με δύο ελιές, ένα αυγό και λίγο ψωμί και τσιπουράκι, ζούσαν υπέροχα κι ας ήταν φτωχικά εκείνα τα χρόνια».